ἀργυροῖ

ἀργυροῖ
ἀργύρεος
of silver
masc nom/voc pl (attic epic)
ἀργῡροῖ , ἀργυρόω
to cover with silver
pres ind mp 2nd sg
ἀργῡροῖ , ἀργυρόω
to cover with silver
pres opt act 3rd sg
ἀργῡροῖ , ἀργυρόω
to cover with silver
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀργυροί — ἀργῡροί , ἀργυρόω to cover with silver pres subj mp 2nd sg ἀργῡροί , ἀργυρόω to cover with silver pres ind mp 2nd sg ἀργῡροί , ἀργυρόω to cover with silver pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατήρ — Αρχαίο ελληνικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με ένα δίδραχμο. Με διαφορετικό βάρος ανάλογα με το νομισματικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες πόλεις που τον έκοβαν, ο σ. ήταν κατά κανόνα χρυσός ή από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • TEMPLUM — I. TEMPLUM Ligurum pars, Tacitus, Agric. c. 7. Locus in Africa propria, Antonin. II. TEMPLUM Scaligero ex Graeco τέμενος, aliis a τέμνω, abscindo, locus est ab aliis separatus et quasi abscissus, religonis causâ. Imo locus omnis sacer et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • προυστίτης — Ορυκτό του αργύρου (Ag3 AsS3), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, σε κρυστάλλους πρισματικούς, στηλοειδείς με ραβδώσεις ή και βελονοειδείς. Ισόμορφο του π. είναι ο πυραργυρίτης (Ag3SbS3), με τον οποίο συνήθως συνυπάρχει σε φλέβες… …   Dictionary of Greek

  • Απεζανών, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, αφιερωμένο στον άγιο Αντώνιο τον Αγιοφαραγγίτη, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1548. Γραπτές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ζεραλντί, Πολ — (Paul Géraldy, Παρίσι 1885 – 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή, διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα, Πολ Λεφέβρ. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δραστηριότητα με το σύντομο θεατρικό έργο Οι θεατές (1906) και την ποιητική συλλογή Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μάταλα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 60 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυργιωτίσσης του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Μεσαράς, 70 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυμπακίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”